- σκυλοβρίζω
- σκυλόβρισα, σκυλοβρίστηκα, βρίζω πολύ χυδαία κάποιον: Τον σκυλόβρισε και τον έδιωξε αμέσως.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκυλοβρίζω — σκυλοβρίζω, σκυλόβρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκυλοβρίζω — Ν βρίζω με χυδαίο τρόπο κάποιον εξευτελίζοντάς τον σαν να είναι σκυλί … Dictionary of Greek
σκυλόβρισμα — το, Ν [σκυλοβρίζω] χυδαίο και εξευτελιστικό βρίσιμο … Dictionary of Greek